συνερκτικός

συνερκτικός
-ή, -όν, Α
βλ. συνερτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνερκτικός — driving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνερτικός — και συνερκτικός, ή, όν, Α [συνείρω] (για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”